σωματοφρουρητήρ

σωματοφρουρητήρ
σωμᾰτο-φρουρητήρ, ῆρος, ,
A = σωματοφύλαξ, Man.4.232.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σωματοφρουρητήρ — ῆρος, ὁ, Μ σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φρουρητήρ (< φρουρῶ)] …   Dictionary of Greek

  • σωματοφρουρητῆρας — σωματοφρουρητήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”